- ἀγοστός
- ἀγοστόςflat of the handmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγοστός — ἀγοστός, ο (AM) μσν. ακαθαρσία, ρύπος, διαφθορά αρχ. 1. η παλάμη τού χεριού 2. αγκάλη, αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο Frisk συνδέει τη λέξη με το σανσκρ. hasta (= χέρι), το παλαιό γερμανικό Faust (= γροθιά), το αρχ. σλαβ. grbstb (=… … Dictionary of Greek
ἀγοστοί — ἀγοστός flat of the hand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοστούς — ἀγοστός flat of the hand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοστῷ — ἀγοστός flat of the hand masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοστόν — ἀγοστός flat of the hand masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
горсть — род. п. горсти, народн. горость (Шахматов, ИОРЯС 7, 1, 299), укр. горсть, блр. горсць, ст. слав. гръсть (Euch. Sin.), болг. гръст, сербохорв. гр̑ст, словен. gȓst, чеш. hrst, слвц. hrst , польск. garsc, в. луж. horšc, н. луж. gjarsc. Сюда же укр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ἀγοστοῖς — ἀγοστέω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀγοστός flat of the hand masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοστῶι — ἀγοστῷ , ἀγοστός flat of the hand masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοστῶν — ἀγοστέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγοστός flat of the hand masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ger-1, gere- — ger 1, gere English meaning: to gather, put together Deutsche Übersetzung: “zusammenfassen, sammeln” Material: Gk. ἀγείρω (ἀγερῶ, ἤγειρα) “ gather; assemble” (*n̥ ger i̯ō; α weak form from ἐν, also “ collect, gather “?), Gk. Dor.… … Proto-Indo-European etymological dictionary